- ἰαλεμίστρια
- ἰᾱλεμ-ίστρια, [dialect] Ion. [pref] ἰηλ-, ἡ,A wailing woman, A.Ch.424 (lyr., Herm., from Hsch.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιαλεμίστρια — ἰαλεμίστρια, ιων. τ. ἰηλεμίστρια, ἡ (Α) [ιαλεμίζω] γυναίκα που θρηνεί … Dictionary of Greek
ἰηλεμιστρίας — ἰηλεμιστρίᾱς , ἰαλεμίστρια wailing woman fem acc pl (ionic) ἰηλεμιστρίᾱς , ἰαλεμίστρια wailing woman fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιηλεμίστρια — ἰηλεμίστρια, ἡ (Α) ιων. τ. τού ιαλεμίστρια* … Dictionary of Greek